Η Μονή της Χώρας, γνωστή σήμερα ως Καριγιέ Τζαμί (τουρκ. Kariye Camii ή Kariye Müzesi), υπήρξε ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη που μετατράπηκε από τους Οθωμανούς σε τζαμί κατά το 16ο αιώνα. Από το 1958 λειτουργεί ως μουσείο,
ωστόσο μετά την απόφαση του τουρκικού Ανώτατου Δικαστηρίου το 2019 και
την έκδοση ΦΕΚ στις 21 Αυγούστου 2020, μετατράπηκε σε τέμενος. Η μονή χτίστηκε στη θέση της σημερινής συνοικίας Εντιρνέ Καπού, νότια του Κεράτιου κόλπου και σε κοντινή απόσταση από τα Θεοδοσιανά τείχη. Το μνημείο σήμερα είναι γνωστό με το όνομα Μουσείο Χώρας.
Ο κύριος ναός δεν είναι επισκέψιμος αφού βρίσκεται σε διαδικασία
αποκατάστασης . Επίσης το εξωτερικό του ναού είναι καλυμμένο για
εργασίες αναστήλωσης (Μάιος 2017)
«Χωρίον» ή «Χώρα» έλεγαν οι Βυζαντινοί την έξω των χερσαίων τειχών
πεδινή γη και η ονομασία της μονής οφείλεται μάλλον στην ύπαρξη
παλαιότερου ναού έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου Α'. Όταν ο Θεοδόσιος Β΄
έχτισε τα νέα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η μονή διατήρησε τον
παραδοσιακό προσδιορισμό «εν τη Χώρα», παρά το γεγονός πως ανήκε στον
περίβολο των οχυρώσεων.
Επάνω από την μεγάλη θύρα από την οποία εισερχόταν εκ του εσωνάρθηκα στο
ναό, βρίσκεται η εικόνα του Θεοδώρου του Μετοχίτη, στο ψηφιδωτό που
δείχνει τον Μετοχίτη να προσφέρει στον ένθρονο Σωτήρα Χριστό ομοίωμα του
ναού. Ο ναός είχε δύο νάρθηκες τους οποίους κοσμούσαν μωσαϊκά και
τοιχογραφίες του Θεόδωρου Μετοχίτη. Τα ψηφιδωτά τού εξωνάρθηκα είναι έξι
ημικύκλια που απεικονίζουν τον Χριστό να θεραπεύει ποικίλες ασθένειες.
Επίσης πάμπολλες εικόνες διακοσμούν τους τρούλους και τους τοίχους. Οι
εικόνες είναι από τις ωραιότερες Βυζαντινές. Τα χρώματα είναι έντονα, οι
αναλογίες των μελών αρμονικές και η έκφραση των προσώπων φυσική. Ο
μεσαίος τρούλος έχει μία ρωγμή που τον διασχίζει. Στο εσωτερικό του ναού
διασώζονται διάφορα μάρμαρα αρμονικής συναρμογής. Οι Οθωμανοί έχουν
καλύψει μερικές επιφάνειες με ασβέστη.
Η πρώιμη ιστορία της μονής δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Η παράδοση
που τη συνοδεύει τοποθετεί την ίδρυσή της τον 6ο αιώνα από τον άγιο
Θεόδωρο, ενώ έχει αποδοθεί και στον Κρίσπο, γαμπρό του αυτοκράτορα Φωκά
(7ος αι.). Σήμερα έχει αποδειχθεί πως ο ναός χτίστηκε το διάστημα
1077-81 από την πεθερά τού Αλεξίου Α΄ Κομνηνού
Μαρία Δούκαινα, στη θέση παλαιότερων κτισμάτων που χρονολογούνται τον
6ο και 9ο αιώνα. Υπέστη σοβαρή φθορά, πιθανώς εξαιτίας σεισμού, και
επισκευάστηκε το 1120 από τον Ισαάκιο Κομνηνό. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης
συνέβαλε στην ανακαίνισή της (1316-21) και ήταν υπεύθυνος για την
προσθήκη του εξωνάρθηκα, του νότιου παρεκκλησίου, καθώς και για το
διάκοσμο του ναού που περιλάμβανε αξιόλογα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.
Επιπλέον, κληροδότησε στη μονή σημαντική περιουσία, χτίζοντας παράλληλα
νοσοκομείο και δωρίζοντας σε αυτή την αξιόλογη συλλογή βιβλίων του, με
αποτέλεσμα να προσελκύσει αργότερα σημαντικούς λογίους. Η μονή
μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος με εντολή του μεγάλου βεζίρη του
σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄
(1481-1512) και έγινε γνωστό ως Καριγιέ Τζαμί. Σημαντικό μέρος της
διακόσμησης του ναού καταστράφηκε. Το 1948 τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα
αναστήλωσης του μνημείου και από το 1958 λειτουργεί ως μουσειακός χώρος.
Ο Συμεών μας αναφέρει διηγούμενος το μαρτύριο τού Αγίου Βαβύλα, που αποκεφαλίστηκε στην Νικομήδεια το έτος 298 επί βασιλείας του Μαξιμιανού: «ελθόντες
δια νυκτός έβαλαν τα λείψανα των Αγίων μέσα εις έν μικρόν πλοίον, και
τα επήγαν εις τήν Κωνσταντινούπολην ... τα ενταφίασαν έξω του τείχους
της πόλεως κατά το βόριον μέρος, όπου είναι μοναστήριον, Χώρα ονομαζόμενον». Στην μονή αυτή επίσης διέμεινε τα τελευταία του χρόνια ο πατρίκιος
Θεόδωρος Μετοχίτης όπου πέθανε και ετάφη τον Μάρτιο του 1332. Η μονή
συλήθηκε από τους Οθωμανούς κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Στην Κωνσταντινούπολη των Βυζαντινών βασιλέων εκτελούντο δύο επίσημες
λιτανείες. Η μία λιτανεία γινόταν γύρω στις 28 Ιουλίου με την έξοδο του
σταυρού από τα ανάκτορα και περιφερόταν σε όλες τις εκκλησίες, αγυιές
και οικίες μέχρι την επιστροφή του στο παλάτι την 14η Αυγούστου. Η
λιτανεία αυτή είχε σκοπό να φυλάξει ο Θεός τους πιστούς από τα ολέθρια
νοσήματα.
Η δεύτερη λιτανεία γινόταν με την περιφορά τής εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά,
και την οποία στον καιρό της πολιορκίας την περιέφεραν στα τείχη για να
εμψυχώνουν τους πολιορκημένους. Η εικόνα έμενε στο παλάτι καθόλη την
διάρκεια της μεγάλης νηστείας του Πάσχα. Την Δευτέρα της Διακαινησίμου «μετὰ τῶν ἐν τέλει» (επισήμων), προέπεμπε αυτήν ο βασιλεύς, «μέχρι καὶ τῶν Ὑψηλών ἐκτός».
Μετά την λιτανεία, η εικόνα κατετίθετο στην σεβάσμια μονή της Χώρας εις
κοινή απάντων προσκύνηση. Οι Οθωμανοί, κατά την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης, εισέβαλαν και στη Μονή της Χώρας, άρπαξαν την εικόνα
της Οδηγήτρας και την κατατεμάχισαν.
wikipedia.org