Ὁ
Μητροπολιτικός Ἱερός Ναός Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως εἶναι ἕνα ἰδιόμορφο
Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό μνημεῖο, μέ ἰδιαίτερη ἱστορική καί καλλιτεχνική
ἀξία. Ἡ ἰδιομορφία του ἔγκειται στό ὅτι στό ἰσόγειο τοῦ Ναοῦ ὑπάρχουν 14
εἰδικοί χώροι, οἱ ὁποῖοι σήμερα λειτουργοῦν ὡς καταστήματα, γραφεῖα,
ἀποθηκευτικοί χώροι κ.ἄ. Πάνω ἀπό τό ἰσόγειο καί τούς χώρους αὐτούς
εἶναι κτισμένος ὁ Κυρίως Ναός, ἐνῶ γύρω ἀπ' αὐτόν ὑπάρχει τό Πραύλιο,
στό ὁποῖο ὁδηγοῦν δύο μεγαλόπρεπες μαρμάρινες σκάλες. Οἱ κάτω ἀπό τόν
Ναό χῶροι (καταστήματα κ.ἄ.) καταλαμβάνουν μόνο τό μέρος πού βρίσκεται
κάτω ἀπό τό προαύλιο, ἐνῶ στό κέντρο τοῦ ἰσογείου καί κάτω ἀκριβῶς ἀπό
τόν κυρίως Ναό, δέν ὑπάρχει πρόσβαση. Ὁ Ναός εἶναι κτισμένος ἐξωτερικά
ἐξ ὁλοκλήρου μέ μάρμαρο καί δημιουργεῖ στούς ἐπισκέπτες χαρακτηριστική
ἐντύπωση, ὥστε δίκαια θεωρεῖται τό σύμβολο τῆς Τρίπολης, τῆς πόλεως ἡ
ὁποία συνδέεται στενά μέ τήν μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τήν
ἀπαρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ ἱστορία του ἀρχίζει σχεδόν ταυτόχρονα
μέ τήν ἱστορία τῆς πόλεως. Ἀνέκαθεν ὁ Ναός ἦταν γνωστός περίπου μέ τή
σημερινή του μορφή, δηλ. ὡς ἑνιαῖο κτιριακό συγκρότημα Ναοῦ καί
«ἐργαστηρίων», ὅπως ὀνομάζονταν οἱ κάτω ἀπό τόν Ναό χῶροι τήν ἐποχή τῆς
Τουρκοκρατίας καί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.
Οἱ πρῶτες ἀσφαλεῖς ἱστορικές μαρτυρίες
μᾶς πληροφοροῦν ὅτι στούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας στόν χῶρο ἀκριβῶς
τοῦ σημερινοῦ Ναοῦ, ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί).
Ὡστόσο, στήν
ἐποχή
τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, οἱ πρεσβύτεροι κάτοικοι τῆς πόλεως
ἐβεβαίωναν ὅτι στόν ἴδιο χῶρο ὑπῆρχε «ἀνέκαθεν» Ναός τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου. Δέν εἳναι ἀκριβῶς γνωστό οὔτε τό μέγεθος, οὔτε ἡ μορφή τοῦ
ἀρχικοῦ αὐτοῦ Ναοῦ. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι τό τέμενος εἶχε κατεύθυνση πρός
τήν ἀνατολή, ὅπως συμβαίνει στούς Ὀρθοδόξους χριστιανικούς Ναούς καί
ὄχι στά ἰσλαμικά τεμένη, μποροῦμε νά ὑποθέσουμε, χωρίς νά εἶναι ἀπόλυτα
βέβαιο, ὅτι τό παραπάνω τζαμί ἦταν ὁ ἀρχικός Ναός τοῦ Ἁγίου Βασιλείου,
τόν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν κάποτε σέ δικό τους τέμενος, ὅπως
συνήθιζαν. Αὐτό ἔγινε πιθανῶς τό 1715, ὅταν οἱ Τούρκοι κατέλαβαν καί
πάλι τήν Πελοπόννησο ἀπό τούς Ἐνετούς.
Ὁ χρόνος ἵδρυσης τοῦ πρώτου Ναοῦ τοῦ
Ἁγίου Βασιλείου εἶναι ἄγνωστος. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ προφορική
παράδοση κατά τήν ἐποχή τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως δεχόταν ὅτι ὁ παλαιός
Ναός ὑπῆρχε ἐκεῖ «ἀνέκαθεν», καί ὅτι ἡ μετατροπή του σέ τζαμί
τοποθετεῖται γύρω στό 1715, εἶναι φανερο ὅτι ἡ ἵδρυση τοῦ πρώτου Ναοῦ
πρέπει νά τοποθετηθεῖ σέ πολύ παλαιότερη ἐποχή καί ὁπωσδήποτε στήν πρό
τοῦ 1715 περίοδο.
Ὁ ἀρχικός αὐτός Ναός (μετέπειτα τζαμί) ἦταν
μαρμαρόκτιστος καί ἔμοιαζε κατά πολύ μέ τόν σημερινό. Κάτω ἀπ' αὐτόν καί
στίς τέσσερις πλευρές του, ὑπῆρχαν «ἐργαστήρια» (καταστήματα) καί πάνω
ἀπ' αὐτά «Νάρθηκας» (Προαύλιο) μέ ὀροφή, ἡ ὁποία στηριζόταν σέ
μαρμάρινες στῆλες. Στό ἐμπρός μέρος ὑπῆρχαν πλατάνια. Ὑπῆρχε, ἐπίσης,
ἐκεῖ συντριβάνι καί βρύση. Αὐτή τή μορφή εἶχε τό κτίσμα, ὅταν οἱ Ἕλληνες
κατάλαβαν τήν πόλη ἀπό τούς Τούρκους στίς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1821.
Ἀμέσως μετά τό γεγονός αὐτό, τό ἰσλαμικό
τέμενος ἐγκαινιάστηκε σέ Ὀρθόδοξο Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, μέ βάση
τήν παράδοση πού ἐπικρατοῦσε, ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἔλους Ἄνθιμο. Σ' αὐτόν
τόν Ναό προσκύνησε ὁ ἀπελευθερωτής τοῦ Ἔθνους Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί
οἱ πρωτεργάτες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.
Ὅμως, τόν Μάιο τοῦ 1825 ὁ Ἰμπραήμ μέ
πολυάριθμα στρατεύματα κατέλαβε ὅλες σχεδόν τίς ἀπελευθερωμένες περιοχές
τῆς Πελοποννήσου, μεταξύ αὐτῶν καί τήν Τρίπολη, τήν ὁποία κατεῖχε μέχρι
τό 1828. Ὅταν τό ἔτος αὐτό ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταλείψει τήν πόλη, τήν
κατέστρεψε σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου. Ἔτσι, κατεδαφίστηκε ὁλοσχερῶς καί ὁ τότε
Ναός τοῦ Ἁγίου Βασιλείου μέ τά κάτω ἀπ' αὐτόν κτίσματα (1828).
Μετά τήν ἐπανάκτηση τῆς πόλεως (1828)
καί μέχρι τό 1855, ἐγκαταστάθηκαν στό χῶρο τῶν ἐρειπίων τοῦ Ναοῦ 65
πρόχειρα ἐργαστήρια καί μικροκατασκευές (παραπήγματα). Ἀνάμεσά τους
διασωζόταν σέ λασπώδη χῶρο ἡ Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ καί ἔκαιγε κανδήλι,
ὅμως τά διαδραματιζόμενα στόν χῶρο δέν ἅρμοζαν καθόλου στήν ἱερότητά
του.
Ἕνα τυχαῖο γεγονός ἔγινε ἀφορμή νά
ξανακτισθεῖ τό σημαντικό αὐτό μνημεῖο τῆς πόλεως καί τῆς εὐρύτερης
περιοχῆς. Ξαφνικά, τήν νύκτα τῆς 5ης Ἰουλίου τοῦ 1855 μιά μεγάλη πυρκαϊά
κατέστρεψε ὅλα τά παραπήγματα, πού ὑπῆρχαν στό χῶρο τοῦ Ναοῦ, καί
ἀπείλησε ὁλόκληρη τήν ἀγορά τῆς πόλεως. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὁ Δῆμος
Τριπόλεως ἐνήργησε ἀμέσως ὥστε νά πραγματοποιηθεῖ ἡ κοινή ἐπιθυμία τῶν
κατοίκων γιά τήν ἀνέγερση τοῦ ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν τῆς προσπάθειας ἦταν καί ὁ τότε δημοτικός
σύμβουλος Θεόδωρος Ρηγόπουλος, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει κατά τό παρελθόν
γιά πολλά χρόνια γραμματέας τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη καί ὁ ὁποῖος
διασώζει πληροφορίες γιά τήν ἱστορία τοῦ Ναοῦ.
Ἀρχικά, ὑπῆρξε προβληματισμός σχετικά μέ
τήν μορφή μέ τήν ὁποία ἔπρεπε νά ἀνοικοδομηθεῖ ὁ Ναός, ἄν δηλαδή ἔπρεπε
νά κατασκευασθεῖ μόνο ὁ Ναός ἤ μαζί μέ τά «ἐργαστήρια», ὅπως ἦταν στό
παρελθόν. Τελικά, ἀποφασίστηκε νά ἀνοικοδομηθεῖ στήν ἀρχική του μορφή,
δηλαδή μαζί μέ τά «ἐργαστήρια». Ὑπῆρχαν, ὅμως, καί οἱ ἀντιρρήσεις ὅτι
δέν ἐπιτρέπεται κάτω ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο Ναό νά ὑπάρχουν «ἐργαστήρια» ἤ
καταστήματα. Γιά τό θέμα αὐτό ὁ Δῆμος ἐρώτησε τήν Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία
ἀπάντησε ὅτι αὐτό ἐπιτρέπεται κάτω καί γύρω ἀπό τόν Ναό, ἀρκεῖ τό κέντρο
του νά εἶναι ἐπάνω στό ἔδαφος.
Ἀμέσως ἔγινε ἕνα πρόχειρο σχέδιο τοῦ
Ναοῦ καί τῶν ἐργαστηρίων κατά τό παλαιό σχῆμα ἀπό τόν Θεόδωρο Ρηγόπουλο,
ὁ ὁποῖος διατηροῦσε στή μνήμη του τή μορφή τοῦ οἰκοδομήματος. Τά ἀκριβή
σχέδια ἔγιναν ἀπό ἄγνωστο ἀρχιτέκτονα. Τά σχέδια πού ἐγκρίθηκαν τελικά
περιελάμβαναν 14 ἐργαστήρια, ἀντί 12 ὅπως εἶχε προταθεῖ ἀρχικά, γιά
περισσότερη σταθερότητα τοῦ οἰκοδομήματος. Ἀμέσως μετά τήν ἔγκριση τῶν
σχεδίων ἔγιναν οἱ πρῶτοι ἔρανοι καί συγκεντρώθηκαν τά πρῶτα χρηματικά
ποσά.
Τήν 6η Νοεμβρίου τοῦ 1855 σέ ἐπίσημη
τελετή, πού ἔγινε προεξάρχοντος τοῦ Μητροπολίτου Μαντινείας καί
Κυνουρίας Θεοφάνους τοῦ Σιατιστέως (1852 - 1868), ἐτέθη ὁ θεμέλιος λίθος
τοῦ Ναοῦ, ἐπί Δημάρχου Τριπόλεως Δημητρίου Γαλανιάδου. Στή συνέχεια
κατασκευάστηκαν πρῶτα τά ἐργαστήρια, μέ σκοπό νά ἐνοικιαστοῦν ἀπό τόν
Δῆμο καί μέ τά χρήματα τῶν ἐνοικίων νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀνέγερση. Ὁ Ναός
κτίστηκε μέ πελεκητούς λίθους ἀπό τήν γύρω περιοχή καί μέ ἄριστης
ποιότητας μάρμαρο ἀπό τήν περιοχή τῶν Δολιανῶν Ἀρκαδίας.
Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς κατασκευῆς καθυστέρησε
κατά πολύ. Διήρκεσε περίπου 30 ἔτη καί αὐτό ἦταν φυσικό, ἀφοῦ τό ἔργο
ἦταν ὑπερβολικά μεγάλο καί ὑπερβολικά δαπανηρό γιά τά δεδομένα τῆς
πόλεως. Ἡ κεντρική Ἁγία Τράπεζα ἀφιερώθηκε, φυσικά, στόν ἅγιο Βασίλειο,
Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί μεγάλο Πατέρα καί Διδάσκαλο
τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγιναν, ὅμως, καί δύο Παρεκκλήσια ἐντός τοῦ Ναοῦ (ὁ Ναός
εἶναι «τρισυπόστατος»): ἕνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, πού ἑορτάζει
τήν 25η Μαρτίου, ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπανάστασης, καί ἕνα τῆς Συλλήψεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πού ἑορτάζει
τήν 23η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα πού ἀπελευθερώθηκε ἡ πόλη ἀπό τούς Τούρκους
(«ἅλωση τῆς Τριπολιστᾶς»). Μέ τά Παρεκκλήσια αὐτά ὁ Ναός συνδέει τό
ὄνομά του μέ τή νεότερη ἱστορία τῆς πόλεως, ἀλλά καί μέ τή γενικότερη
ἱστορία τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους. Στίς 3 Ἰουνίου τοῦ 1884 ἔγιναν τά
ἐπίσημα ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ ἀπό τόν Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας
Θεόκλητο Α' Βίμπο (1869 1903).
Περί τό ἔτος 1887 ὁλοκληρώθηκαν τά ἔργα
στόν Τροῦλλο τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιστρώθηκε ἐξωτερικά ἐξ ὁλοκλήρου μέ
χαλκό. Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα κατασκευάσθηκαν τά δύο συμμετρικά
Κωδωνοστάσια, τά ὁποῖα ἀρχικά δέν ὑπῆρχαν. Τό ἔτος 1911 φιλοτεχνήθηκαν
τό μαρμάρινο Τέμπλο, ὁ Ἀρχιερατικός Θρόνος καί ὁ Ἄμβωνας, μέ δαπάνες τοῦ
Ἀποστόλου Πετροπούλου ἤ Λεμῆ, μεγάλου εὐεργέτη τοῦ Ναοῦ. Τά παραπάνω
ἐσχεδίασε ὁ μεγάλος Γερμανός ἀρχιτέκτονας Ἐρνέστος Τσίλλερ. Στή συνέχεια
ἄλλοι μεγάλοι εὐεργέτες, οἱ ἀδελφοί Γεώργιος καί Δημήτριος
Σπετσερόπουλοι, πού κατήγοντο ἀπό τήν Τρίπολη καί διέμεναν στό Κάιρο τῆς
Αἰγύπτου, χρηματοδότησαν τήν ἁγιογράφηση τοῦ Ναοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε κατά
τά ἔτη 1924 - 1927 ἀπό τόν ἁγιογράφο Λώκη.
Τό ἔτος 1925 ἐγκαταστάθηκε
στό ἕνα Κωδωνοστάσιο τό Ὡρολόγιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα, ἐλβετικῆς
κατασκευῆς ἀπό τήν καλύτερη ἑταιρεία τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ τό ἔτος 1927
τοποθετήθηκε ἡ καμπάνα τοῦ Ὠρολογίου, ἐλβετικῆς καί αὐτή προελεύσεως.
Καί τά δύο ἦσαν δωρεές τῶν ἀδελφῶν Σπετσεροπούλων. Τό Ὡρολόγιο ἐθεωρεῖτο
ἀπόλυτης ἀκρίβειας καί γιά πρώτη φορά εἶχε εἰσαχθεῖ παρόμοιο στήν
Ἑλλάδα. Τό ἔτος 1930 ἐδωρήθησαν στό Ναό 5 πολυέλαιοι, ἀγορασμένοι ἀπό
τούς ἀδελφούς Σπετσερόπουλους στό Παρίσι.
Κατά καιρούς ἔγιναν διάφορα ἔργα καί
ἐγκαταστάσεις (δάπεδα, θέρμανση κ.τ.λ.), ὥστε νά λάβει ὁ Ναός ἐσωτερικά
τήν σημερινή του μορφή. Τό 1991 ἔγινε ἐξωτερική ἀνακαίνιση τῆς στέγης
καί στεγανοποίηση τῆς ὀροφῆς τοῦ Ναοῦ μέ χρήση μολύβδου, γιά τήν
ἀντιμετώπιση προβλημάτων ὑγρασίας πού προέκυψαν στόν Ναό. Ταυτόχρονα
ἔγινε καί ἐξωτερικός καθαρισμός τοῦ Ναοῦ.
Τό
ἔτος 1960 μετεφέρθη στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου γιά
περισσότερη τιμή καί ἀσφάλεια, ἡ τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος
Δημητρίου, πολιούχου Τριπόλεως, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στήν Τρίπολη τό 1803.
Μέχρι τότε ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου φυλασσόταν στό Παρεκκλήσιο τοῦ Νεομάρτυρος,
τό ὁποῖο βρίσκεται στό τόπο ἀκριβῶς τοῦ Μαρτυρίου του, καί ὑπάγεται
στόν Μητροπολιτικό Ναό. Ἡ Κάρα τοῦ Νεομάρτυρος Δημητρίου εἶναι τό
σπουδαιότερο ἱερό κειμήλιο τοῦ Ναοῦ καί ἀποτελεῖ πηγή χάριτος καί
ἁγιασμοῦ γιά κάθε προσκυνητή. Τό ἔτος 1995 κατασκευάστηκε νέα ἀργυρή
λειψανοθήκη τῆς Κάρας τοῦ Ἁγίου καί μαρμάρινο Προσκυνητάριο, μέ δαπάνες
τῆς μακαριστῆς Ἀναστασίας Κ. Κλουκίνα.
Τά ἔτη 1963 ἤ 1964 ἐδωρήθη στό Ναό ἀπό
ἰδιώτη, ἡ παλαιά ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα ἀπό τά
κειμήλια τοῦ Ναοῦ. Τό 1999 κατασκευάστηκε μαρμάρινο Προσκυνητάριο τῆς
Εἰκόνος, πανομοιότυπο μέ τό Προσκυνητάριο τῆς Κάρας τοῦ Ἁγίου
Νεομάρτυρος Δημητρίου, μέ δαπάνες τῶν εὐλαβῶν Κων/νου καί Ἐλευθερίας
Καλομητσίνη
Σταθμό στήν νεότερη ἱστορία τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ
Ἁγίου Βασιλείου ἀποτελεῖ ἡ μεγάλη πυρκαϊά τῆς 7ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1995, ἡ
ὁποία κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τήν εἴσοδο καί προκάλεσε μεγάλες φθορές στό
ἐσωτερικό του. Ὁ Ναός προσπαθεῖ νά ἐπουλώσει τίς πληγές του ἀπό τήν
μεγάλη αὐτή καταστροφή καί γίνονται σημαντικές προσπάθειες πρός αὐτή τήν
κατεύθυνση.
Ἀπό τό ἔτος 2011, πού
ἀνέλαβε καθήκοντα Προέδρου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ
Μητροπολιτκοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ὁ Αἰδεσιμώτατος
Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Σουρλίγγας, ἐτέθη ὡς κύριο μέλημα ἡ συντήρησις
καί ἀνακαίνισις τοῦ ὡς ἄνω Ἱεροῦ Ναοῦ. Ἀρωγοί σ’ αὐτήν τήν προσπάθεια
τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, ἦρθαν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Μαντινείας καί Κυνουρίας κ. ΑΛΕΞΑΝΔΟΣ καί διάφοροι ἄλλοι δωρητές, τούς
ὁποίους καί θερμῶς εὐχαριστοῦμε. Μέ τήν συμβολή αὐτῶν ἀπεκατεστάθησαν
οἱ ζημιές πού εἶχε προκαλέσει στό Ναό ἡ πυρκαϊά τοῦ 1995, καί ὁ
πανδαμάτωρ χρόνος. Ἐργασίες συντηρήσεως -ἀποκαταστάσεως τῶν ἁγιογραφιῶν
καί τοῦ διακόσμου τοῦ Ναοῦ, σέ συνδυασμό μέ τόν κατάλληλο
ἐλαιοχρωματισμό τῶν μεγάλων ἐπιφανειῶν αὐτοῦ ἀπό ἔμπειρους τεχνίτες,
ἐφανέρωσαν τήν πρώτη του αἴγλη καί μεγαλοπρέπεια. Ἡ ἔνδυσις τῆς Ἁγίας
Τραπέζης καί τῆς Προθέσεως μέ καινουργῆ καλύμματα, ἡ ἀντικατάστασις τῶν
παλαιῶν πολυελαίων μέ καινούργιους, ἡ τοποθέτησις καινούργιων
καθισμάτων, τό στρώσιμο τοῦ Ναοῦ μέ καινούργιες μοκέτες καί ἄλλες
βελτιώσεις πού πραγματοποιήθησαν ἄλλαξαν τήν ὄψη τοῦ Ναοῦ. Ἀδύνατον νά
μήν σταθοῦμε καί νά μήν ἐπαινέσουμε τήν κ. Παρασκευήν Παπαδάκου, ἡ
ὁποία συνέβαλε τά μέγιστα ὡς μέλος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ
Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως στό ἔργο συντηρήσεως καί
ἀνακαινίσεως αὐτοῦ, καταβάλλοντας ὄχι μόνο κόπον ἀλλά καί μεγάλην
οἰκονομικήν στήριξιν.
Τό ἔτος 2005, μέ πρωτοβουλία τοῦ Σεβ.
Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. Ἀλεξάνδρου, ἑορτάστηκε
ἐπισήμως ἡ ἐπέτειος τῶν 150 χρόνων ἀπό τήν θεμελίωση τοῦ Ναοῦ (1885 -
2005) μέ Ἀρχιερατικό Συλλείτουργο καί ἄλλες πνευματικές ἐκδηλώσεις. Μέ
τήν εὐκαιρία αὐτή τοποθετήθηκαν δύο προτομές στόν ἐξώστη τοῦ Ναοῦ, μιά
τοῦ ἀπελευθερωτῆ τοῦ γένους Θεοδώρου Κολοκοτρώνη καί μία τοῦ ἡρωϊκοῦ
Μητροπολίτου Τριπολιτσᾶς Δανιήλ (1819 - 1833). Τό ἔτος 2012
τοποθετήθηκαν στόν ἐξώστη τοῦ Ναοῦ ἑπτά ἐπιπλέον προτομές Ἀρχιερέων,
ἀρχιερατευσάντων στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί καί Κυνουρίας, μέ
προσωπικές δαπάνες τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ.
Ἀλεξάνδρου
Σήμερα ὁ Μητροπολιτικός Ναός τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δέν
ἀποτελεῖ μόνο ἱστορικό καί καλλιτεχνικό μνημεῖο, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξει
μιά ζωντανή παρουσία πνευματικῆς δράσεως καί προσφορᾶς. Ὅλη σχεδόν ἡ ζωή
τῆς πόλεως καί τῆς γύρω περιοχῆς (γεγονότα ἱστορικά, καλλιτεχνικά,
ἐπέτειοι, ἐκδηλώσεις, ἐπίσημες τελετές, ἐπισκέψεις προσωπικοτήτων
κ.τ.λ.), στρέφεται γύρω ἀπό αὐτόν.
Ἡ κατ' ἐξοχήν, βέβαια, προσφορά του
εἶναι ἡ πνευματική - ἐκκλησιαστική. Εἶναι ὁ Μητροπολιτικός Ναός τῆς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας καί τό κέντρο τῆς ὁμώνυμης
ἐνορίας τῆς Τριπόλεως. Σ' αὐτόν τελοῦνται ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἱερές
Ἀκολουθίες, σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μποροῦν οἱ
πιστοί τῆς Ἐκκλησίας μας νά λειτουργοῦνται, νά προσεύχονται καί νά
ἐπικοινωνοῦν μέ τόν Θεό. Γίνονται κηρύγματα σέ διάφορες Ἀκολουθίες καί
ἑσπερινό κήρυγμα κάθε Κυριακή ἀπόγευμα. Λειτουργοῦν Κατηχητικά Σχολεῖα
κάθε Σάββατο πρωΐ, γιά τήν πνευματική κατάρτιση τῶν νέων, διοργανώνονται
ποικίλες ἐκδηλώσεις πνευματικῆς προσφορᾶς καί ὑπάρχουν Ἱερεῖς πού
διακονοῦν τό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, μέ ἀποτέλεσμα πλῆθος
ἀνθρώπων ἀπό τήν πόλη καί τά γύρω χωριά νά βρίσκουν ἀνακούφιση καί νά
καθοδηγοῦνται στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή. Λαμβάνεται μέριμνα γιά
ἐνδεεῖς καί ἀπόρους καί προσφέρεται κάθε εἴδους βοήθεια σέ ἀνθρώπους πού
ἀντιμετωπίζουν προβλήματα. Ὅλα αὐτά καί ἄλλα παρόμοια ἀποτελοῦν τήν
προσφορά τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου στή σύγχρονη τοπική κοινωνία.
Μητροπολιτικός Ἱ. Ναός Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως